συνδεομένων

συνδεομένων
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp fem gen pl
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc/neut gen pl
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mid fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mid masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp fem gen pl
συνδέω
bind
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • περικόχλιο — το / περικόχλιον, ΝΑ εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι νεοελλ. τεχνολ. 1. «περικόχλια σύσφιγξης»… …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • στροφομερής — ές, Ν το ουδ. ως ουσ. το στροφομερές χημ. κάθε ισομερές που αντιστοιχεί σε μία δυνατή διαμόρφωση ενός μορίου, δηλαδή σε μία δυνατή διάταξη, στον χώρο, τών συνδεόμενων μεταξύ τους με έναν ή περισσότερους χημικούς δεσμούς ατόμων ή ριζών μιας… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικότητα — η, Ν βιολ. α) το σύνολο τών φυλετικών ή συνδεόμενων με το φύλο φαινομένων τα οποία παρατηρούνται στον έμβιο κόσμο β) η ιδιότητα ή η κατάσταση τής κατοχής φύλου, το να έχει ένα άτομο τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά τού φύλου του. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • Λος Άντζελες — (Los Angeles). Πόλη (3.694.820 κάτ. το 2000) των Ηνωμένων Πολιτειών, στο νότιο τμήμα της πολιτείας της Καλιφόρνια. Το Λ.Ά. βρίσκεται στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, σε μία μικρή πεδιάδα, περικλεισμένη στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της από βουνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”